πλημμυρις

πλημμυρις
    πλημμυρίς
    πλημμυρίς, πλημῡρίς
    -ίδος
    

(Hom. ῠ) ἥ

    1) прилив
    

(ἐκ πόντοιο Hom.; τῆς θαλάσσης Her.)

    2) разлив, наводнение
    

(πλημυρίσιν ἐπικλύζεσθαι Arst.)

    ὀφθαλμότεγκτος π. Eur. — потоки слез


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πλημμυρις" в других словарях:

  • πλημμυρίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίδα — πλημμυρίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίδας — πλημμυρίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίδες — πλημμυρίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίδι — πλημμυρίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίδος — πλημμυρίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίδων — πλημμυρίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίσι — πλημμυρίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίσιν — πλημμυρίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημυρίδα — πλημμυρίς fem acc sg πλημυρίς rise of the sea fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημυρίδας — πλημμυρίς fem acc pl πλημυρίς rise of the sea fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»